- σέρπουλα
- (I)και σερπύλη, η, Νζωολ. γένος εδραίων πολύχαιτων δακτυλιοσκωλήκων τών εύκρατων και θερμών θαλασσών, αντιπροσωπευτικό τής τάξης σερπουλόμορφα, το οποίο σχηματίζει με έκκριση έναν σκωληκόσχημο ασβεστούχο σωλήνα που προσκολλάται σε όστρακα, βράχους ή άλλα αντικείμενα στον βυθό τής θάλασσας.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. serpula < λατ. serpula «μικρό φίδι» < serpo «έρπω»].————————(II)η, Ν(μυκητ.) κοσμοπολιτικό γένος βασιδιομυκήτων τής τάξης αφυλλοφορώδη τής κλάσης υμενομύκητες, με 14 είδη, ένα από τα οποία, το Serpula lacrymans, προκαλεί την ξηρά σήψη τής ξυλείας που χρησιμοποιείται στις κατασκευές.
Dictionary of Greek. 2013.